- τέλι
- το, Ν1. λεπτό μεταλλικό σύρμα2. είδος επίχρυσου νήματος3. μεταλλική χορδή4. μτφ. λέπτυνση, ίσχνανση («έγινε τέλι»)5. στον πληθ. τα τέλιαμτφ. τα τηλεγραφήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tel].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τέλι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. σύρμα. 2. χορδή μουσικών οργάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπρίλια — και μπρίλα, η πολύ λεπτό χρυσό σύρμα, χρυσό τέλι, με το οποίο στόλιζαν τη νύφη για την ιεροτελεστία τού γάμου … Dictionary of Greek
χρυσοκεντητική — η, Ν η τέχνη τού κεντήματος με στριφτό χρυσό κορδόνι ή με λεπτό χρυσό ή ασημένιο τέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κεντητική] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
tel — TEL, teluri, s.n. 1. Instrument de sârmă cu mâner folosit în bucătărie pentru a bate albuşul de ou, frişca, crema etc. 2. Resort, arc de sârmă (de oţel) folosit la canapele, somiere, fotolii etc.; drot. ♦ (Rar) Sârmă care susţine şi întăreşte… … Dicționar Român